- οσμηρότητα
- ηη ιδιότητα του οσμηρού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οσμηρότητα — η [οσμηρός] η ιδιότητα τού οσμηρού … Dictionary of Greek